ἀνακαλούντων

ἀνακαλούντων
ἀνακαλέω
call up
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
ἀνακαλέω
call up
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)
ἀνακαλέω
call up
fut part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
ἀνακαλέω
call up
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
ἀνακαλέω
call up
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”